ἐντομῇ — ἐντομή slit fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντομή — slit fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντομή — η 1. σχισμή, εγκοπή, χαραγή, αυλάκωμα. 2. (ανατ.), σχισμή ή αυλάκι σε κόκαλα ή σε άλλα όργανα: Μεσοσπονδύλια εντομή. 3. (βοτ.), κάθε τομή (χάραξη) του φλοιού για το δυνάμωμα του φυτού: Εγκάρσια εντομή. 4. (ναυτ.), κενό σε ξύλο, όπου μπαίνει και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντομαῖς — ἐντομή slit fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντομαί — ἐντομή slit fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντομῆς — ἐντομή slit fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντομήν — ἐντομή slit fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντομῶν — ἐντομή slit fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλώνος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα … Dictionary of Greek
αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek