εντομή

εντομή
η (Α ἐντομή)
εγκοπή, σχισμή, αυλάκωμα
νεοελλ.
1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα
2. κάθε τομή τού φλοιού που αποβλέπει στην ενδυνάμωση τού φυτού («εγκάρσια εντομή», «δακτυλοειδής εντομή»)
αρχ.
1. στενή δίοδος, χαράδρα
2. (για λιθοδομία) λάξευση
3. το κενό που δημιουργείται από την εντομή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐντομῇ — ἐντομή slit fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντομή — slit fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντομή — η 1. σχισμή, εγκοπή, χαραγή, αυλάκωμα. 2. (ανατ.), σχισμή ή αυλάκι σε κόκαλα ή σε άλλα όργανα: Μεσοσπονδύλια εντομή. 3. (βοτ.), κάθε τομή (χάραξη) του φλοιού για το δυνάμωμα του φυτού: Εγκάρσια εντομή. 4. (ναυτ.), κενό σε ξύλο, όπου μπαίνει και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντομαῖς — ἐντομή slit fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντομαί — ἐντομή slit fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντομῆς — ἐντομή slit fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντομήν — ἐντομή slit fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντομῶν — ἐντομή slit fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλώνος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα …   Dictionary of Greek

  • αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”